- συσχετήριον
- συσχετήριον, τό,A repository, place of confinement, Herm. ap. Stob. 1.49.68.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συσχετήριον — repository neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχετήριον — τὸ, Α μέρος όπου κρατείται κανείς κλεισμένος, κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνέχω «κλείνω, περιορίζω, φυλακίζω» (πρβλ. σύσχεσις) + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] … Dictionary of Greek
συσχετηρίου — συσχετήριον repository neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)